- κοσμογονικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμογονία: Αυτοί είναι κοσμογονικοί μύθοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμογονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμογονία («κοσμογονικοί μύθοι») 2. εντυπωσιακός, με τελείως νέα χαρακτηριστικά και δυνατότητες («κοσμογονικές αλλαγές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmogonic (< cosmogony < κοσμογονία)… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
κοσμολογικός — ή, υ (Α κοσμολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία, κοσμογονικός νεοελλ. φρ. «κοσμολογική ακτινοβολία» αστρον. ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης που προέρχεται από όλες τις διευθύνσεις τού διαστήματος και η προέλευσή της … Dictionary of Greek
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek